βουρλιά — η [βούρλο] 1. το βούρλο 2. συστάδα, τούφα από βούρλα 3. σκοινί κατασκευασμένο από βούρλα 4. αρμαθιά … Dictionary of Greek
βούρλο — Κοινή ονομασία των μονοκοτυλήδονων φυτών του γένους γιούγκος, της οικογένειας των γιουγκιδών. Είναι φυτά αγρωστιδόμορφα που ζουν κυρίως σε υγρές και τελματώδεις περιοχές της εύκρατης ζώνης. Το β. έχει άνθη πρασινωπά ή καστανά, σε ανθοταξίες… … Dictionary of Greek
σπαρτσίνα — η, Ν σχοινί από σπάρτο, βουρλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λέξη ιταλ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek
σχοινιά — ἡ, Α [σχοῑνος] 1. συστάδα σχοίνων, βούρλων, βουρλιά 2. περίβολος πόλεως ή τμήματος πόλεως, περιτειχισμός («τὰ ἐρείπια τῆς σχοινιᾱς», Στράβ.) … Dictionary of Greek
năvârlie — năvîrlíe ( íi), s.f. – (Munt.) Nebunie, sminteală, capriciu, glumă. bg. vărlŭ turbat , vărluvam a turba , cf. ngr. βούρλια glumă ; nă poate fi sl., cf. rut. naverle pe dos , sb. navrlje răsucit (Tiktin), sau expresiv, ca în nătă sau năvleg. – Der … Dicționar Român